- μακρογόγγυλος
- μακρο-γόγγυλος, länglich rund
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακρογόγγυλος — μακρογόγγυλος, ον (Α) μακρύς και κυλινδρικός («μακρογογγύλους σωλῆνας», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γογγύλος «στρογγυλός»] … Dictionary of Greek
μακρογογγύλους — μακρογόγγυλος cylindrical masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρογόγγυλοι — μακρογόγγυλος cylindrical masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek